- κύβηλις
- κῠβηλ-ις, εως, ἡ,A axe, cleaver, Philem.13, Anaxipp.6.6, Lyc.1170.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κυβηλίς — κυβηλίς, ίδος, ἡ (Α) βλ. κυβελήιος … Dictionary of Greek
κύβηλις — κύβηλις, εως, ἡ (Α) 1. είδος πελέκεως 2. τρίφτης τυριού. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.] … Dictionary of Greek
κύβηλις — axe fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κυβηλίδα — Κυβηλίς fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κυβηλίδες — Κυβηλίς fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κυβηλίδος — Κυβηλίς fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυβήλης — κύβηλις axe fem nom/voc pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κύβηλιν — κύβηλις axe fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυβελήιος — κυβελήϊος, ΐα, ον, θηλ. και κυβεληΐς και κυβηλίς, ίδος (Α) [Κυβέλη] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Κυβέλη … Dictionary of Greek
κυβηλίζω — (Α) [κύβηλις] χτυπώ με τον πέλεκυ, πελεκίζω … Dictionary of Greek
κυβηλικός — κυβηλικός, ή, όν (Α) [κύβηλις] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πέλεκυ … Dictionary of Greek